- ὑπονοούμενα
- ὑπονοέωsuspectpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ὑπονοέωsuspectpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίγλωσσος — ἀμφίγλωσσος, ον (Μ) 1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα 2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γλωσσος < γλῶσσα] … Dictionary of Greek
απόμακρος — η, ο Ι. μακρινός, απομακρυσμένος II. επίρρ. απόμακρα 1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση 2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση 3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς … Dictionary of Greek
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
υποκαταγγέλλω — Α αναγγέλλω κάτι προφητικώς, προφητεύω με υπονοούμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + καταγγέλλω «αναγγέλλω, γνωστοποιώ»] … Dictionary of Greek
υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
χίδρυ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού… … Dictionary of Greek
επιθαλάμια — Αρχαία γαμήλια τραγούδια, που ψάλλονταν είτε το βράδυ μπροστά στον νυφικό θάλαμο είτε μπροστά στην κατοικία των νεονύμφων το πρωί της επομένης του γάμου τους (οπότε και ονομάζονταν όρθιαεγερτικά) είτε, τέλος, όταν συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του… … Dictionary of Greek